βαρύτλητος

βαρύτλητος
βᾰρῠ-τλητος, [dialect] Dor. [suff] βᾰρῠ-τλᾱτος, ον,
A bearing heavy weight, dub. in Naumach. ap. Stob.4.22.32; unfortunate,

Ἀττικίη β. AP7.343

.
II [voice] Pass., ill to bear,

συμφορά B.13.4

;

ὀδύναι APl.4.245

(Leont.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαρύτλητος — βαρύτλητος, ον (Α) 1. βαριόμοιρος, δύστυχος 2. (για συμφορά) ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.)τλᾱ , τλήναι (πρβλ. άτλητος)) …   Dictionary of Greek

  • βαρυτλήτοισιν — βαρύτλητος bearing heavy weight masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτλήτου — βαρύτλητος bearing heavy weight masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτλήτων — βαρύτλητος bearing heavy weight masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”